-
1 δημος
I.ὁ жир, сало, тук Hom., Hes., Arph., Arst.II.дор. δᾶμος ὅ1) земля, страна, край, область(Λυκίης Hom.; Ὑπερβορέων Pind.)
δ. ὀνείρων Hom. — царство сновидений2) население(πᾶς δ. Hom.; Βακτρίων δ. Aesch.)
3) народ(βασιλεύς τε πᾶς τε δ. Hom.)
4) простой народἐπαναστάντες τοῖς δυνατοῖς καὴ ὄντες δ. (constr. ad sensum) Thuc. — восставшие против знати народные массы;τοῦ πολλοῦ δήμου εἷς Luc. — человек из народа, простолюдин5) солдатская масса, солдаты(ὅ δ. τῶν στρατιωτῶν Xen.)
6) гражданин7) демократический образ правления, демократия(τῶν πολιτειων δύο - δ. καὴ ὀλιγαρχία Arst.; τὸν δῆμον καταστῆσαι Xen., Arst.)
8) демократическое государство(οἱ δῆμοι Dem.; κύριος ὅ δ. ἐν ταῖς δημοκρατίαις Arst.)
9) народное собрание(ἥ βουλέ καὴ ὅ δ. Xen., Dem.; λέγειν ἐν τῷ δήμω Plat.)
10) дем (часть филы; в Аттике их было сначала 100, впосл. - 174; по реформе Клисфена они были сведены, в 10 фил)(κατὰ φύλας καὴ δήμους καὴ φρατρίας Arst.; κατὰ δήμους καὴ γένη Plut.; иногда pl. τῶν δήμων Χολαργεύς Plut.)
-
2 κατά
κατά [(A)][ κᾰτᾰ], poet. καταί acc. to A.D.Synt.309.28, found in Compds., as καταιβάτης: Prep. with gen. or acc.:—A downwards.A WITH GEN.,I denoting motion from above, down from, βῆ δὲ κατ' Οὐλύμποιο καρήνων, κατ' Ἰδαίων ὀρέων, βαλέειν κ. πέτρης, Il. 22.187, 16.677, Od.14.399;κατ' οὐρανοῦ εἰλήλουθας Il.6.128
; καθ' ἵππων ἀΐξαντε ib. 232;δάκρυα.. κ. βλεφάρων Χαμάδις ῥέε 17.438
;ἵεις σαυτὸν κ. τοῦ τείχους Ar.V. 355
;ἁλόμενοι κ. τῆς πέτρας X.An.4.2.17
;κ. τῶν πετρῶν ὦσαι Pl.Phdr. 229c
;κ. κρημνῶν ῥιφέντες Id.Lg. 944a
:— for κατ' ἄκρης v. ἄκρα:Μοῖσα κ. στόματος Χέε νέκταρ Theoc.7.82
(but perh. in sense 11.1).1 down upon or over,κ. Χθονὸς ὄμματα πήξας Il.3.217
; of the dying, κατὰ.. ὀφθαλμῶν κέχυτ' ἀχλύς a cloud settled upon the eyes, 5.696, cf. 20.321;τὸν δὲ κατ' ὀφθαλμῶν.. νὺξ ἐκάλυψεν 13.580
; φᾶρος κὰκ κεφαλῆς εἴρυσσε down over.., Od.8.85; [ κόπρος]κ. σπείους κέχυτο.. πολλή 9.330
; ὕδωρ κ. Χειρός, v. Χείρ; μύρον κ. τῆς κεφαλῆς καταχέαντες Pl.R. 398a;νάρκη μου κ. τῆς Χειρὸς καταχεῖται Ar.V. 713
;κ. τῆς τραπέζης καταπάσας τέφραν Id.Nu. 177
; ξαίνειν κ. τοῦ νώτου πολλὰς [ πληγάς] D.19.197;ἐσκεδασμένοι κ. τῆς Χώρας Plb.1.17.10
;οἱ κ. νώτου πονοῦντες Id.3.19.7
;ῥόπαλον ἤλασα κὰκ κεφαλῆς Theoc.25.256
; κ. κόρρης παίειν, = ἐπὶ κόρρης, Luc.Cat.12, al.b Geom., along, upon, πίπτειν κατ' [ εὐθείας] Archim.Sph.Cyl.1 Def.2; αἱ γωνίαι κ. κύκλων περιφερειῶν ἐνεχθήσονται will move on.., ib.1.23, al., cf. Aristarch.Sam.1.2 down into,νέκταρ στάξε κ. ῥινῶν Il.19.39
; of a dart,κ. γαίης ᾤχετο 13.504
, etc.; ;ψυχὴ κ. Χθονὸς ᾤχετο 23.100
; κ. γᾶς underground, Pi.O.2.59; κατ' ὕδατος under water, Hdt.2.149; [ ποταμὸς]δὺς κ. τῆς γῆς Pl.Phd.
113c, cf. Ti. 25d;κ. γῆς σύμεναι A.Eu. 1007
(anap.); κ. Χθονὸς κρύψαι to bury. S.Ant.24; ὁ κ. γῆς one dead and buried, X.Cyr.4.6.5;οἱ κ. Χθονὸς θεοί A.Pers. 689
, etc.;θεοὶ<οἱ> κ. γᾶς Id.Ch. 475
(lyr.), etc.; so κ. θαλάσσης ἀφανίζεσθαι, καταδεδυκέναι, Hdt.7.6, 235; also βᾶτε κατ' ἀντιθύρων go down by or through.., S.El. 1433.3 later, towards a point, τοξεύειν κ. σκοποῦ to shoot at, Hdn.6.7.8;κατ' ἰχνῶν τινος ὁδεύειν Luc.Rh.Pr.9
.4 of vows or oaths, by,καθ' ἡμῶν ὀμνύναι D.29.26
, cf. 54.38;ἐπιορκήσασα κ. τῶν παίδων Lys.32.13
; esp. of the victims, etc., over which the oath is taken, ὀμνυόντων τὸν ἐπιχώριον ὅρκον καθ' ἱερῶν τελείων Foed. ap. Th.5.47, cf. Arist.Ath.29.5, Foed.Delph.Pell.1A9, etc.;κ. τῶν νικητηρίων εὐξάμενοι D.Ep.1.16
; also κατ' ἐξωλείας ὀμνύναι to imprecate destruction on oneself, Id.21.119;κατ' ἐξ. ἐπιορκεῖν Id.57.22
.b to make a vow towards, i.e. make a vow of offering..,κ. Χιλίων εὐχὴν ποιήσασθαι Χιμάρων Ar. Eq. 660
.5 in hostile sense, against, A.Ch. 221, S.Aj. 304, etc.;κ. πάντων φύεσθαι D.18.19
; esp. of judges giving sentence against a person, A.Th. 198, S.Aj. 449, etc.;ψεύδεσθαι κατά τινος Lys.22.7
;λέγειν κατά τινος κακά S.Ph.65
, cf. X.HG1.5.2, etc.; of speeches, [ λόγος] κ. Μειδίου, etc. (opp. πρὸς Λεπτίνην, in reply to L.);δῶρα εἰληφέναι κατά τινος Din.3.6
, cf. 18.6 of Time, for,μισθοῦν κ. εἴκοσι ἐτῶν IG12.94.37
; κ. βίου for life, Tab.Heracl.1.50;κὰπ παντὸς Χρόνοι IG9(2).517.20
([place name] Larissa ) (butκ. παντὸς τοῦ Χρόνου σκέψασθε D. 22.72
falls under 7);κ. παντὸς τοῦ αἰῶνος ἀείμνηστον Lycurg.7
.7 in respect of, concerning,μὴ κατ' ἀνθρώπων σκόπει μόνον τοῦτο Pl. Phd. 70d
;κ. τῶν ἄλλων τεχνῶν τοιαῦτα εὑρήσομεν Id.Sph. 253b
; οἱ κ. Δημοσθένους ἔπαινοι praises bestowed on D., Aeschin.3.50; ἐρεῖν or λέγειν κατά τινος to say of one, Pl.Ap. 37b, Prt. 323b, etc.;εἰ κ. θηλείας φαίης A.D.Synt.198.10
;εἴπερ ἕν γέ τι ζητεῖς κ. πάντων Pl.Men. 73d
, cf. 74b;ὅπερ εἴρηται καθόλου κ. πασῶν τῶν πολιτειῶν Arist.Pol. 1307b2
; freq. in the Logic of Arist., κατά τινος λέγεσθαι or κατηγορεῖσθαι to be predicated of.., Int.16b10, Cat. 1b10, etc.; καταφῆσαί (or ἀποφῆσαί) τι κατά τινος to affirm (or deny) of.., Metaph. 1007b21; soκ. τινὸς ὑπάρχειν Int. 16b13
: and in Adv. καθόλου (q.v.).B WITH Acc.,I of motion downwards, κ. ῥόον down stream, Od.14.254, Il.12.33; opp. ἀνὰ τὸν ποταμόν, Hdt.2.96; κ. τὸν ποταμόν, κ. τὸ ὑδάτιον, Id.1.194, Pl.Phdr. 229a; κατ' οὖρον ἰέναι, ῥεῖν, down (i.e. with) the wind, A.Th. 690, S.Tr. 468; κ. πνεῦμα, κατ' ἄνεμον ἵστασθαι to leeward, Arist.HA 535a19, 560b13, Dsc.4.153.2 with or without signf. of motion, on, over, throughout a space, freq. in Hom.,καθ' Ἑλλάδα καὶ μέσον Ἄργος Od.1.344
; κατ' Ἀχαΐδα, κ. Τροίην, Il.11.770, 9.329;κατ' ἠερόεντα κέλευθα Od.20.64
; κ. πόντον, κῦμα, ὕλην, Il.4.276, 6.136, 3.151;κ. πτόλιν Od.2.383
; κ. ἄστυ, οἶκον, Il.18.286, 6.56; κ. ὅμιλον, στρατόν, 3.36, 1.229; κ. κλισίας τε νέας τε ib. 487;πόλεμον κάτα δακρυόεντα 17.512
; κ. ὑσμίνην, μόθον, κλόνον, 5.84, 18.159, 16.331;τὸ ὕδωρ κ. τοὺς ταφροὺς ἐχώρει X.Cyr.7.5.16
, etc. (in later Gr.of motion to a place,κ. τὴν Ἰταλίαν Zos.3.1
);καθ' Ἑλλάδα A.Ag. 578
;κ. πτόλιν Id.Th.6
;αἱ σκηναὶ αἱ κ. τὴν ἀγοράν D.18.169
;τὰ κατ' ἀγροὺς Διονύσια Aeschin.1.157
, etc.;κ. τὸ προάστιον Hdt.3.54
;τύμβον κατ' αὐτόν A. Th. 528
, cf. Supp. 869 (lyr.): Geom., at a point, Euc.1.1,al.; τέμνειν [ σφαῖραν] κ. κύκλον in a circle, Archim.Aren.1.17; also, in the region of,οἱ κ. τὸν ἥλιον γινόμενοι ἀστέρες Gem.12.7
: freq. in Hom. in describing the place of a wound, βαλεῖν κ. στῆθος, γαστέρα, etc., Il.11.108, 16.465, al.;νύξε κ. δεξιὸν ὦμον 5.46
;οὔτασε κατ' ἰσχίον 11.339
; so βαλεῖν κατ' ἀσπίδα, κ. ζωστῆρα, 5.537, 615; βέλος κ. καίριον ἦλθεν struck upon a vital part, v.l. in 11.439: metaph.,ἄχος κ. φρένα τύψε 19.125
: generally, κ. φρένα καὶ κατὰ θυμόν in heart and soul, 4.163, al.3 opposite, over against,κ. Σινώπην πόλιν Hdt.1.76
, cf. 2.148, Th.2.30, etc.;ἀνὴρ κατ' ἄνδρα A.Th. 505
;μολὼν.. μοι κ. στόμα Id.Ch. 573
;κατ' ὀφθαλμούς τινος LXX 2 Ki.12.11
;οἱ μὲν Ἀθηναῖοι κ. Λακεδαιμονίους ἐγένοντο X.HG4.2.18
; κατ' Ἀχαιοὺς ἀντετάχθησαν ibid.;ἐν συμποσίῳ.., περίμενε, μέχρις ἂν γένηται κατὰ σέ Epict.Ench. 15
, cf. D.L.7.108.II distributively, of a whole divided into parts, κρῖν' ἄνδρας κ. φῦλα, κ. φρήτρας by tribes, by clans, Il.2.362; κ. σφέας μαχέονται by themselves, separately, ib. 366, cf. Th.4.64;ἐσκήνουν κ. τάξεις X.Cyr.2.1.25
;αὐτὴ καθ' αὑτήν A.Pr. 1013
; κ. κώμας κατοικημένοι in separate villages, Hdt.1.96; κατ' ἑωυτοὺς ἕκαστοι ἐτράποντο each to his own home, Id.5.15; κ. πόλεις ἀποπλεῦσαι, διαλυθῆναι, Th.1.89, 3.1:στρατιὰ κ. ἕνδεκα μέρη κεκοσμημένη Pl.Phdr. 247a
; laterοἱ κατ' ἄνδρα λόγοι PLond.2.259.72
(i A. D.), cf. D.Chr.32.6, etc.;ἡ κατ' οἰκίαν ἀπογραφή PLond.3.904.20
(ii A.D.), etc.; κατ' ἔπος word by word, Ar.Ra. 802; κατ' ὄνομα individually, 3 Ep.Jo.15, etc.; παῖδα κ. κρήνην at each fount a boy, Lyr.Alex.Adesp.37.13, cf. POxy 2108.9 (iii A.D.).2 of Time, καθ' ἡμέραν, κατ' ἦμαρ, day by day, daily, v. ἡμέρα 111; καθ' ἑνιαυτόν, κατ' ἔτος, Test.Epict.6.24, Ev.Luc.2.41, etc.;κ. μῆνα POxy.275.18
(i A.D.).3 of Numbers, by so many at a time, καθ' ἕνα one at a time, individually, Hdt.7.104 (later detailed list,PTeb.
47.34 (ii B.C.), etc.); κ. μίαν τε καὶ δύο by ones and twos, Hdt.4.113; ; ; κ. τὰς πέντε καὶ εἴκοσι μνᾶς πεντακοσίας δραχμὰς εἰσφέρειν to pay 500 drachmae on every 25 minae, D.27.7;κ. διακοσίας καὶ τριακοσίας ὁμοῦ τι τάλαντον διακεχρημένον
in separate sums of and 300 drachmae, Id.27.11; of ships, κ. μίαν (sc. ναῦν) in column, Th.2.90;κ. μίαν ναῦν ἐπιτάττειν Plb.1.26.12
, cf. Th.2.84: Geom., μετρεῖν, μετρεισθαι κατά.. , measure, be measured a certain number of times, Euc.7 Def.8,9,al.; μετρεῖν κ. τὰς ἐν τῷ Β μονάδας as many times as there are units in B, Id.7.16.III of direction towards an object or purpose, πλεῖν κ. πρῆξιν on a business, for or after a matter, Od. 3.72, 9.253; πλάζεσθαι κ. ληΐδα to rove in search of booty, 3.106; κ.ληΐην ἐκπλῶσαι Hdt.2.152
;ἔβη κ. δαῖτα Il.1.424
;ἐπιδημεῖν κατ' ἐμπορίαν IG22.141.32
, cf. Arist.Ath.11.1; κ. Χρέος τινὸς ἐλθεῖν come to seek his help, consult him, Od.11.479, etc.;ἵεται κ. τὴν φωνήν Hdt.2.70
; κ. θέαν ἥκειν to have come for the purpose of seeing, Th.6.31;κ. πλοῦν ἤδη ὤν Id.7.31
;καθ' ἁρπαγὴν ἐσκεδασμένοι X.An.3.5.2
; κ. τί; for what purpose? why? Ar.Nu. 239.2 of pursuit,κ. πόδας τινὸς ἐλαύνειν Hdt.9.89
; simply κ. τινά after him, Id.1.84;ἰέναι κ. τοὺς ἄλλους Id.9.53
; κατ' ἴχνος on the track, S.Aj.32, A.Ag. 695 (lyr.);ὥσπερ κατ' ἴχνη κ. τὰ νῦν εἰρημένα ζῆν Pl.Phd. 115b
.3 Geom., in adverbial phrases, κ. κάθετον in the same vertical line, Archim. Quadr.6; κατ' εὐθεῖάν τινι in the same straight line with.., Papp. 58.7.IV of fitness or conformity, in accordance with,κ. θυμόν Il.1.136
; καθ' ἡμέτερον νόον after our liking, 9.108;κ. νόον πρήξωμεν Hdt.4.97
; κ. μοῖραν as is meet and right, Il.1.286; κατ' αἶσαν, κ. κόσμον, 10.445, 472;κ. νόμον Hes.Th. 417
;κὰν νόμον Pi.O.8.78
;κ. τοὺς νόμους IG22.1227.15
; αἰτίαν καθ' ἥντινα for what cause, A.Pr. 228; κατ' ἔχθραν, κ. φθόνον, for (i.e. because of) hatred, envy, Id.Supp. 336, Eu. 686; καθ' ἡδονήν τι δρᾶν, ποιεῖν, do as one pleases, Th. 2.37,53;κ. τὸ ἔχθος τὸ Θεσσαλῶν Hdt.8.30
, cf. 9.38; κ. φιλίαν, κατ' ἔχθος, Th.1.60, 103, etc.; κατ' ἄλλο μὲν οὐδέν, ὅτι δέ.. for no other reason but that.., Pl.Phdr. 229d; κ. δύναμιν to the best of one's power, Hdt.3.142, etc. ( κὰδ δ. Hes.Op. 336); κ. τρόπον διοικεῖν arrange suitably, Isoc.2.6,al.; κατ' εὐνοίην with goodwill, Hdt.6.108;κ. τὰ παρηγγελμένα X.An.2.2.8
, etc.; in quotations, according to,κατ' Αἰσχύλον Ar.Th. 134
;κ. Πίνδαρον Pl.Phdr. 227b
, etc.2 in relation to, concerning, τὰ κατ' ἀνθρώπους = τὰ ἀνθρώπινα, A.Eu. 930, 310;τὰ κ. τὸν Τέλλον Hdt.1.31
; τὰ κ. τὴν Κύρου τελευτήν ib. 214; τὰ κ. πόλεμον military matters, Aeschin.1.181; αἱ κ. τὴν πόλιν οἰκονομίαι (opp. αἱ πολεμικαὶ πράξεις ) the management of public affairs, Din. 1.97;τὰ κ. τὰς θυσίας SIG506.7
(Delph., iii B.C.); so τὸ κατ' ὑμέας as far as concerns you, Hdt.7.158; τὸ κατ' ἐμέ as far as I am concerned, D.18.247; κ. τοῦτο in this respect, Hdt.5.3, etc.; κ. ταὐτά in the same way, Id.2.20; καθ' ὅτι so far as, Th.1.82, etc.3 in Comparisons, corresponding with, after the fashion of, κρομύοιο λοπὸν κ. like the coat of an onion, dub. in Od.19.233;μέλος κ. Φοίνισσαν ἐμπολὰν πέμπεται Pi.P.2.67
; κ. Μιθραδάτην answering to the description of him, Hdt.1.121; τὴν ἰδέαν κ. πνιγέα like an oven in appearance, Ar.Av. 1001; κηδεῦσαι καθ' ἑαυτόν to marry in one's own rank of life, A.Pr. 890;οὐ κατ' ἄνθρωπον φρονεῖν Id.Th. 425
;λέγω κατ' ἄνδρα, μὴ θεόν, σέβειν ἐμέ Id.Ag. 925
; οὐ κατὰ σέ none of your sort, Chionid.1 (but ἵνα προσείπω σε κατὰ σέ to address you in your own style, Pl.Grg. 467c);τὸ κατ' ἐμὲ καὶ οὐ κατ' ἐμέ Arr.Epict.1.28.5
;οὐ κ. τὰς Μειδίου λῃτουργίας D.21.169
;ἡ βασιλεία κ. τὴν ἀριστοκρατίαν ἐστί Arist.Pol. 1310b3
: freq. after a [comp] Comp.,μέζων ἢ κατ' ἀνθρώπων φύσιν Hdt.8.38
, cf. Pl.Ap. 20e, etc.; μείζω ἢ κ. δάκρυα too great for tears, Th.7.75; ἤθεα βαθύτερα ἢ κ. Θρήϊκας morerefined than was common among the Thracians, Hdt.4.95.V by the favour of a god, etc.,κ. δαίμονα Pi.O.9.28
, cf. P.8.68;κ. θεῖον Ar.Eq. 147
codd. (κ. θεὸν Cobet);κ. τύχην τινά D.48.24
.VI of round numbers (v. infr. v11.2), nearly, about,κ. Χίλια ἑξακόσια ἔτεα 1600
years more or less, Hdt.2.145, cf. 6.44, al.; κατ' οὐδέν next to nothing, Pl.Plt. 302b.VII of Time, during or in the course of a period,κ. τὸν πόλεμον Hdt.7.137
; καθ' ἡμέραν, κατ' ἦμαρ, by day, A. Ch. 818, Ag. 668;κατ' εὐφρόνην Id.Pers. 221
; κ. Χειμῶνα, κ. θερείαν, PLille 1r14 (iii B.C.), PTeb.27.60 (ii B.C.).2 about,κ. τὸν αὐτὸν τοῦτον Χρόνον Hdt.3.131
, etc.;κ. τοὺς θανάτους τῶν βασιλέων Id.6.58
; esp. with names of persons, κ. Ἄμασιν βασιλεύοντα about the time of Amasis, Id.2.134;κ. τὸν κ. Κροῖσον Χρόνον Id.1.67
; οἱ κατ' ἐκεῖνον (sc. τὸν Ἀλκιβιάδην)ὑμέτεροι πρόγονοι D.21.146
(v.l. κατ' ἐκ. τὸν Χρόνον); κ. τοὺς Ἡρακλείδας X.Lac.10.8
; οἱ καθ' ἑαυτοὺς ἄνθρωποι their contemporaries, Id.Mem.3.5.10.3 καθ' ἕτος this year, SIG 284.24 (Erythrae, iv B.C.), OGI458.64 (i B.C./iA.D.), CIG3641b5,38 ([place name] Lampsacus).VIII periphrastically with abstract Subst., κατ' ἡσυχίην, κ. τάχος, = ἡσύχως, ταχέως, Hdt.1.9,7.178; κ. κράτος by force, X.HG2.1.19, etc.; κ. μέρος partially, Arist.Po. 1456a16; individually, severally, Pl.Tht. 157b, Lg. 835a; κ. φύσιν naturally, Hdt. 2.38, Pl.R. 428e; κ. τὴν τέχνην skilfully, Luc.DDeor.20.7; οὔτ' ἐμοὶ λέγειν καθ' ἡδονήν [ ἐστι] it is not pleasant for me to tell you, A.Pr. 263.C Position: κατά may follow both its cases, and is then written with anastr. κάτα, as Il.20.221, etc.; so also in tmesi, when it follows its Verb, 17.91.D abs. as ADV. in all the above senses, esp. like κάτω, downwards, from above, down, freq. in Hom.I downwards, down, as inκαταβαίνω, καταβάλλω, κατάκειμαι, καταπέμπω, καταπίπτω, καταπλέω 1
.III against, in hostile sense (cf. A.11.5), as in καταγιγνώσκω, κατακρίνω, καταψηφίζομαι: more rarely with a Subst., as καταδίκη.IV back, back again, as inκάτειμι, καταπορεύομαι, καταπλέω 11
.V freq. only to strengthen the notion of the simple word, as in κατακόπτω, κατακτείνω, καταφαγεῖν, etc.; also with Substs. and Adjs., as in κατάδηλος, κάτοξος.VI sts. to give a trans. force to an intr. Verb, our be-, as in καταθρηνέω bewail.VII implying waste or consumption, as in καταλειτουργέω, καθιπποτροφέω, καταζευγοτροφέω: and generally in a disparaging sense, as in .F κατά as a Prep. was shortd. in some dialects, esp. in [dialect] Ep., into κάγ, κάδ, κάκ, κάμ, κάν, κάπ, κάρ, κάτ, before γ, δ, κ, μ, ν, π (or φ) , ῥ, τ (or θ), respectively; see these forms in their own places. Mss. and the older Edd. join the Prep. with the following word, as καγγόνυ, καδδέ, κακκεφαλῆς, καππεδίον, καπφάλαρα, καρρόον, καττάδε, καττόν, etc. In compd. Verbs, κατά sts. changes into καβ, καλ, καρ, κατ, before β, λ, ρ, θ, respectively, as κάββαλε, κάλλιπε, καρρέζουσα, κάτθανε; and before στ, σχ, the second syll. sts. disappears, as in καστορνῦσα, κάσχεθε, as also in the [dialect] Dor. forms καβαίνων, κάπετον.------------------------------------κατά [(B)], -
3 φύσις
φύσις [pron. full] [ῠ], ἡ, gen. φύσεως, poet. φύσεος prob. (metri gr.) in E.Tr. 886, cf. Ar.V. 1282 (lyr.), 1458 (lyr.), [dialect] Ion. φύσιος: dual φύσει (I origin,φ. οὐδενός ἐστιν ἁπάντων θνητῶν οὐδὲ.. τελευτή Emp.8.1
(cf. Plu.2.1112a);φ. βούλονται λέγειν γένεσιν τὴν περὶ τὰ πρῶτα Pl.Lg. 892c
;ἡ φ. ἡ λεγομένη ὡς γένεσις ὁδός ἐστιν εἰς φύσιν Arist.Ph. 193b12
;φ. λέγεται ἡ τῶν φυομένων γένεσις Id.Metaph. 1014b16
; freq. of persons, birth,φύσει νεώτερος S.OC 1295
, cf. Aj. 1301, etc.;φύσι γεγονότες εὖ Hdt.7.134
; φύσει, opp. θέσει (by adoption), D.L.9.25;φύσει Ἀμβρακιώτης, δημοποίητος δὲ Σικυώνιος Ath.4.183d
; so ὁ κατὰ φύσιν πατήρ, υἱός, ἀδελφός, Plb. 3.9.6, 3.12.3, 11.2.2; also in acc.,ἐκ πατρὸς ταὐτοῦ φύσιν S.El. 325
; ἢ φίλων τις ἢ πρὸς αἵματος φύσιν ib. 1125, cf. Isoc.3.42.2 growth, τριχῶν, παιδίου, Hp.Nat.Puer.20,29, cf. 27: pl.,γενειάσεις καὶ φύσεις κεράτων Plot.4.3.13
.II the natural form or constitution of a person or thing as the result of growth (οἷον ἕκαστόν ἐστι τῆς γενέσεως τελεσθείσης, ταύτην φαμὲν τὴν φ. εἶναι ἑκάστου Arist.Pol. 1252b33
): hence,1 nature, constitution, once in Hom., καί μοι φύσιν αὐτοῦ (sc. τοῦ φαρμάκου)ἔδειξε Od.10.303
;φ. τῆς χώρης Hdt.2.5
;τῆς Ἀττικῆς X.Vect.1.2
, cf. Oec.16.2, D.18.146, etc.;τῆς τριχός X.Eq.5.5
; αἵματος, ἀέρος, etc., Arist.PA 648a21, Mete. 340a36, etc.: pl.,φύσεις ἐγγιγνομένας καρπῶν καὶ δένδρων Isoc.7.74
;αἱ φ. καὶ δυνάμεις τῶν πολιτειῶν Id.12.134
;ἡ τῶν ἀριθμῶν φ. Pl.R. 525c
;ἡ τῶν πάντων φ. X.Mem.1.1.11
, etc.;ἡ ἰδία τοῦ πράγματος φ. IG22.1099.28
(Epist.Plotinae).2 outward form, appearance,μέζονας ἢ κατ' ἀνθρώπων φύσιν Hdt.8.38
; ἢ νόον ἤτοι φύσιν either in mind or outward form, Pi.N.6.5;οὐ γὰρ φ. Ὠαριωνείαν ἔλαχεν Id.I.4(3).49
(67);μορφῆς δ' οὐχ ὁμόστολος φ. A.Supp. 496
; (read εἷρπε, taking φ. with ἔχων), cf. Tr. 379; δρακαίνης φ. ἔχουσαν ἀγρίαν prob. in E.Ba. 1358;τὴν ἐμὴν ἰδὼν φ. Ar.V. 1071
(troch.), cf. Nu. 503;τὴν τοῦ σώματος φ. Isoc.9.75
.3 Medic., constitution, temperament, Hp.Aph.3.2 (pl.), al.;ἡ φ. καὶ ἡ ἕξις Id.Acut.43
;φ. φύσιος καὶ ἡλικία ἡλικίης διαφέρει Id.Fract.7
;φύσιες νούσων ἰητροί Id.Epid.6.5.1
.b natural place or position of a bone or joint, ἀποπηδᾶν ἀπὸ τῆς φ., ἐς τὴν φ. ἄγεσθαι, Id.Art.61, 62, al.;ὀστέον μένον ἐν τῇ ἑωυτοῦ φ. Id.VC5
, al.;φύσιες τῶν ἄρθρων Id.Nat.Puer.17
.4 of the mind, one's nature, character,ἦθος ἕκαστον, ὅπῃ φ. ἐστὶν ἑκάστῳ Emp.110.5
;εὐγενὴς γὰρ ἡ φ. κἀξ εὐγενῶν.. ἡ σή S.Ph. 874
; τὴν αὑτοῦ φ. λιπεῖν, δεῖξαι, ib. 902, 1310;φ. φρενός E.Med. 103
(anap.);ἡ ἀνθρωπεία φ. Th.1.76
;φ. τῆς μορφῆς καὶ τῆς ψυχῆς X.Cyr.1.2.2
;ὀνόματι μεμπτὸν τὸ νόθον, ἡ φ. δ' ἴση E.Fr. 168
; φ. φιλόσοφος, τυραννική, etc., Pl.R. 410e, 576a, etc.;δεξιοὶ φύσιν A.Pr. 489
;ἀκμαῖοι φύσιν Id.Pers. 441
;τὸ γὰρ ἀποστῆναι χαλεπὸν φύσεος, ἣν ἔχοι τις Ar.V. 1458
(lyr.), cf. 1282 (lyr.);Σόλων.. ἦν φιλόδημος τὴν φ. Id.Nu. 1187
;ἔνιοι ὄντες ὡς ἀληθῶς τοῦ δήμου τὴν φ. οὐ δημοτικοί εἰσι X.Ath.2.19
; φύσεως ἰσχύς force of natural powers, Th.1.138; φύσεως κακία badness of natural disposition, D.20.140;ἀγαθοὶ.. γίγνονται διὰ τριῶν, τὰ τρία δὲ ταῦτά ἐστι φ. ἔθος λόγος Arist. Pol. 1332a40
; χρῶ τῇ φύσει, i.e. give rein to your natural propensities, Ar.Nu. 1078, cf. Isoc.7.38;τῇ φ. χρώμενος Plu.Cor.18
;θείας κοινωνοὶ φ. 2 Ep.Pet.1.4
: pl., Isoc.4.113, v.l. in E.Andr. 956;οἱ ἄριστοι τὰς φ. Pl.R. 526c
, cf. 375b, al.: prov.,ἔθος, φασί, δευτέρη φ. Jul.Mis. 353a
.b instinct in animals, etc., Democr.278; ap. Stob.1.41.6;ἐν τοῖς ἄλλοις ζῴοις ἡ αἴσθησις τῇ φ. ἥνωται, ἐν δὲ ἀνθρώποις τῇ νοήσει Corp.Herm. 9.1
, cf. 12.1.5 freq. in periphrases, καὶ γὰρ ἂν πέτρου φύσιν σύ γ' ὀργάνειας, i.e. would'st provoke a stone, S.OT 335;χθονὸς φ. A.Ag. 633
; esp. in Pl.,ἡ τοῦ πτεροῦ φ. Phdr. 251b
;ἡ φ. τῶν σωμάτων Smp. 186b
; ἡ φ. τῆς ἀσθενείας its natural weakness, Phd. 87e;ἡ τοῦ μυελοῦ φ. Ti. 84c
;ἡ τοῦ δικαίου φ. Lg. 862d
, al.; ἡ φ., with gen. understood, Smp. 191a, Phd. 109e.III the regular order of nature,τύχη.. ἀβέβαιος, φ. δὲ αὐτάρκης Democr.176
;κατὰ φύσιν Pl.R. 444d
, etc.; τρίχες κατὰ φύσιν πεφυκυῖαι growing naturally, Hdt.2.38, cf. Alex.156.7 (troch.); (cf. Pl.Grg. 488b);κατὰ φ. ποιεῖν Heraclit.112
; opp. παρὰ φύσιν, E.Ph. 395, Th.6.17, etc.;παρὰ τὴν φ. Anaxipp.1.18
; προδότης ἐκ φύσεως a traitor by nature, Aeschin.2.165; πρὸ τῆς φ. ἥκειν εἰς θάνατον before the natural term, Plu.Comp.Dem.Cic.5: freq. in dat. φύσει (ἐν φ. Hp.
Aër.14) by nature, naturally, opp. τύχῃ, τέχνῃ, Pl.Lg. 889b, cf. R. 381b;φύσει τοιοῦτος Ar.Pl. 275
, cf. 279, al.;ὁ ἄνθρωπος φ. πολιτικὸν ζῷόν ἐστι Arist.Pol. 1253a3
; ὁ μὴ αὑτοῦ φ. ἀλλ' ἄλλου ἄνθρωπος ὤν, οὗτος φ. δοῦλός ἐστιν ib. 1254a15;φ. γὰρ οὐδεὶς δοῦλος ἐγενήθη ποτέ Philem.95.2
; opp. νόμῳ (by convention), Philol.9, Archelaus ap.D.L.2.16, Pl.Grg. 482e, cf. Prt. 337d, etc.;τὰ μὲν τῶν νόμων ὁμολογηθέντα, οὐ φύντ' ἐστίν, τὰ δὲ τῆς φύσεως φύντα, οὐχ ὁμολογηθέντα Antipho Soph.44
Ai 32 (Vorsokr.5);ἅπας ὁ τῶν ἀνθρώπων βίος φύσει καὶ νόμοις διοικεῖται D.25.15
;τοὺς τῆς φ. οὐκ ἔστι λανθάνειν νόμους Men.Mon. 492
;οὐ σοφίᾳ, ἀλλὰ φύσει τινί Pl. Ap. 22c
;φ. μὴ πεφυκότα τοιαῦτα φωνεῖν S.Ph.79
, cf. Pl.Phlb. 14c, etc.;φύσει πάντα πάντες ὁμοίως πεφύκαμεν καὶ βάρβαροι καὶ Ἕλληνες εἶναι Antipho Soph.44
Bii 10 (Vorsokr.5); φύσιν ἔχει c. inf., it is natural, κῶς φύσιν ἔχει πολλὰς μυριάδας φονεῦσαι (sc. τὸν Ἡρακλέα); Hdt.2.45, cf. Pl.R. 473a; οὐκ ἔχει φύσιν it is contrary to nature, ib. 489b; ;τὸ τόλμημα φύσιν οὐκ ἔχει Polem.Call.36
.IV in Philosophy:1 nature as an originating power,φ. λέγεται.. ὅθεν ἡ κίνησις ἡ πρώτη ἐν ἑκάστῳ τῶν φύσει ὄντων Arist.Metaph. 1014b16
;ὁ δὲ θεὸς καὶ ἡ φ. οὐδὲν μάτην ποιοῦσιν Id.Cael. 271a33
; ἡ δὲ φ. οὐδὲν ἀλόγως οὐδὲ μάτην ποιεῖ ib. 291b13;ἡ μὲν τέχνη ἀρχὴ ἐν ἄλλῳ, ἡ δὲ φ. ἀρχὴ ἐν αὐτῷ Id.Metaph. 1070a8
, cf. Mete. 381b5, etc.;φ. κρύπτεσθαι φιλεῖ Heraclit.123
;ἡ γοητεία τῆς φ. Plot.4.4.44
; φ. κοινή, the principle of growth in the universe, Cleanth.Stoic.1.126; as Stoic t.t., the inner fire which causes preservation and growth in plants and animals, defined as πῦρ τεχνικὸν ὁδῷ βαδίζον εἰς γένεσιν, Stoic.1.44, cf. 35, al., S.E.M.9.81; Nature, personified,χάρις τῇ μακαρίᾳ Φ. Epicur.Fr. 469
;Φ. καὶ Εἱμαρμένη καὶ Ἀνάγκη Phld. Piet.12
;ἡ κατωφερὴς Φ. Corp.Herm.1.14
.2 elementary substance,κινδυνεύει ὁ λέγων ταῦτα πῦρ καὶ ὕδωρ καὶ γῆν καὶ ἀέρα πρῶτα ἡγεῖσθαι τῶν πάντων εἶναι καὶ τὴν φ. ὀνομάζειν αὐτὰ ταῦτα Pl.Lg. 891c
, cf. Arist.Fr.52 (defined asτὴν πρώτην οὐσίαν.. ὑποβεβλημένην ἅπασι τοῖς γεννητοῖς καὶ φθαρτοῖς σώμασι Gal.15.3
);τῶν φύσει ὄντων τὰ στοιχεῖά φασιν εἶναι φύσιν Arist.Metaph. 1014b33
: pl., Epicur.Ep. 1p.6U., al.;ἄτομοι φ.
atoms,Democr.
ap. Diog.Oen.5, Epicur.Ep. 1p.7U.;ἄφθαρτοι φ. Phld.Piet.83
.3 concrete, the creation, 'Nature',ἀθανάτου.. φύσεως κόσμον ἀγήρων E.Fr. 910
(anap.);περὶ φύσεώς τε καὶ τῶν μετεώρων ἀστρονομικὰ ἄττα διερωτᾶν Pl.Prt. 315c
; περὶ φύσεως, title of works by Xenophanes, Heraclitus, Gorgias, Epicurus, etc.;[σοφία] ἣν δὴ καλοῦσι περὶ φύσεως ἱστορίαν Pl.Phd. 96a
;περὶ φ. ἀφοριζόμενοι διεχώριζον ζῴων τε βίον δένδρων τε φύσιν λαχάνων τε γένη Epicr.11.13
(anap.); so later,ἡ φ. τὸ ὑπὸ ψυχῆς τῆς πάσης ταχθέν Plot.2.2.1
;τὰ στοιχεῖα τῆς φ. Corp.Herm.1.8
; αἱ δύο φ., i.e. heaven and earth, light and darkness, etc., PMag.Leid.W.6.42.4 Pythag. name for two, Theol.Ar.12.V as a concrete term, creature, freq. in collect. sense, θνητὴ φ. mankind, S.Fr. 590 (anap.), cf. OT 869 (lyr.); πόντου εἰναλία φ. the creatures of the sea, Id.Ant. 345 (lyr.);ὃ πᾶσα φ. διώκειν πέφυκε Pl.R. 359c
, cf. Plt. 272c; ἡ τῶν θηλειῶν φ. woman- kind (opp. τὸ ἄρρεν φῦλον) X.Lac.3.4: also in pl., S.OT 674, Pl.R. 588c, Plt. 306e, X.Oec.13.9; in contemptuous sense, αἱ τοιαῦται φ. such creatures as these, Isoc.4.113, cf. 20.11, Aeschin.1.191.b of plants or material substances,φ. εὐώδεις καρποφοροῦσαι D.S.2.49
;ὑγράν τινα φ. καπνὸν ἀποδιδοῦσαν Corp.Herm. 1.4
.VI kind, sort, species,ταύτην.. ἔχειν βιοτῆς.. φύσιν S.Ph. 165
(anap.);ἐκλέγονται ἐκ τούτων χρημάτων μίαν φ. τὴν τῶν λευκῶν Pl.R. 429d
; φ. [ἀλωπεκίδων] species, X.Cyn.3.1; natural group or class of plants, Thphr.HP6.1.1 (pl.).VII sex, θῆλυς φῦσα (prob. for οὖσα)κοὐκ ἀνδρὸς φύσιν S.Tr. 1062
, cf. OC 445, Th.2.45, Pl.Lg. 770d, 944d: hence, -
4 μήτηρ
μήτηρ, [dialect] Dor. [full] μάτηρ, ἡ: though parox. in nom., it follows πατήρ in the accent of the obliq. cases, gen. μητερος [var] contr. μητρός, dat. μητέρι, μητρί, both forms being found in Hom., but the longer forms rarely in Trag. exc. lyr., asA ; ; μητέρος in iambics, E.HF 843, Or. 580, Rh. 393: acc. always μητέρα, μητέρας: voc. μῆτερ:— mother, Il.1.351, etc.; of animals, dam, 17.4, Od.10.414; of a mother-bird, Il.2.313; of queen bees, Arist.HA 553a29, etc.; ἀπὸ ματρὸς φίλας, ἐκ ματρός, from one's mother's womb, Pi.P.5.114, A.Ch. 422 (lyr.): in pl., mother and grandmother, Plu. Agis9; as an address to elderly women,ὦ μῆτερ D.S.17.37
, cf. Theoc.15.60, etc.: in titles, μ. πατρίδος, = Mater Patriae, D.C.58.2; μ. τῶν ἀηττήτων στρατοπέδων, = Mater invictorum castrorum, of Julia Domna, BGU 362 xi 16 (iii A.D.).2 of lands, μ. μήλων, θηρῶν, mother of flocks, of game, Il. 2.696,8.47, etc.; freq. of Earth,γῆ πάντων μ. Hes.Op. 563
;πὰρ μέσον ὀμφαλὸν εὐδένδροιο.. ματέρος Pi.P.4.74
;γῆ μήτηρ A.Th.16
, etc.;ὦ γαῖα μῆτερ E.Hipp. 601
; ἡ Μήτηρ, = Δημήτηρ, τῇ Μητρὶ καὶ τῇ Κούρῃ ὁρτὴν ἄγουσι Hdt.8.65; also of Rhea, Pi.P.3.78;ὦ Πὰν.., Ματρὸς μεγάλας ὀπαδέ Id.Fr.95
, cf. E.Hel. 1355 (lyr.);μ. ὀρεία Ar.Av. 746
(lyr.);Γαλλαὶ μητρὸς ὀρείης φιλόθυρσοι δρομάδες Lyr.Adesp.121
; M. (Halic., iv B.C.); as title of Isis, PPetr.3p.2 (cf. p.xi) (iii B.C.).3 freq. of one's native land,μᾶτερ ἐμά, Θήβα Pi.I.1.1
, cf. P.8.98, A.Th. 416, Isoc.4.25; and so, like μητρόπολις, Pi.O.9.20, cf. 6.100;ἡ Σκῦρος ἀνδρῶν ἀλκίμων μ. S.Ph. 326
.II poet., the origin or source of events, μ. ἀέθλων, of Olympia, Pi.O.8.1;πειθαρχία γὰρ τῆς εὐπραξίας μ. A.Th. 225
;ἡ γνώμη κακῶν μ. S.Ph. 1361
; of night, as the mother of day, A.Ag. 265; the grape of wine, Id.Pers. 614, cf. E. Alc. 757;ματέρ' οἰνάνθας ὀπώραν Pi.N.5.6
; Aphrodite of the Loves, Id.Fr.122.4; φάτις ὦ μᾶτερ αἰσχύνας ἐμᾶς, of a rumour, S.Aj. 174 (lyr.): also in Prose,γεωργίαν τῶν ἄλλων τεχνῶν μητέρα X.Oec.5.17
; πολιτειῶν μητέρες δύο (sc. μοναρχία and δημοκρατία) Pl.Lg. 693d. (Cf. Lat. mater, OE. módor, etc.) -
5 ΕἾΔος
ΕἾΔος, τό (s. ΕἼΔΩ), das in die Augen Fallende; – 1) Ansehen, Gestalt; Δύςπαρι, εἶδος ἄριστε Il. 3, 39; Νέστορι δίῳ εἶδός τε μέγεϑός τε φυήν τ' ἄγχιστα ὲῴκει, glich ihm an Gestalt, Größe u. Wuchs, 2, 57; εἶδος ἀγητός, κακός, ἀλίγκιος, 21, 316, der βίη entgegenstehend, mehr schöne Gestalt, wie Od. 17, 454 οὐκ ἄρα σοί γ' ἐπὶ εἴδεϊ καὶ φρένες ἦσαν; Her. παῖδας εἴδεος ἐπαμμένους 8, 105; vgl. 1, 199; οὔτ' εἶδος, οὔ. τε ϑυμόν, οὕϑ' ὅπλων σχέσιν μωμητός Aesch. Spt. 489; ἦ σὸν τὸ κλεινὸν εἶδος Ἠλέκτρας τόδε; Soph. El. 1168, wie sonst δέμας umschreibend. So auch in Prosa; τὸ τοῦ σώματος εἶδος Plat. Tim. 53 c; τόγε εἶδος ὁμοῖος εἶ τούτοις Conv. 715 b; ἀλλάττειν τὸ αὑτοῦ εἶδος εἰς πολλὰς μορφάς Rep. II, 380 d; τοὺς τὰ εἴδη βελτίστους Xen. Cyr. 4, 5, 57. Von Thieren, vom Hunde, εἰ δὴ καὶ ταχὺς ἔσκε ϑέειν ἐπὶ εἴδεϊ τῷδε Od. 17, 308; ὄφιες ποικίλοι τὰ εἴδεα, bunt von Ansehen, Her. 3, 107; vgl. Xen. Cyn. 3, 3. 4, 2. – 2) Bei Arist. u. sp. Philosophen die Form, der Materie, ὕλη, entgegengesetzt, phys. ausc. 2, 1. 4, 1; Plut. öfter. Bei Plat. die Idee, das Urbild der Dinge im Geiste, dah. τὸ ἐπ' εἴδει καλόν Conv. 210 b. – 3) Beschaffenheit, Art, τῶν παιγνιέων τὰ εἴδεα Her. 1, 94; εἶδος νόσου Thuc. 2, 50; τοῖς εἴδεσι διηλλαγμένα 3, 82; Art des Verfahrens, 6, 77. 8, 56; εἰς εἶδος τιάρας, nach Art einer Tiara, Hdn. 5, 5, 4. Dah. die Art, Gatt ung, εἶδος γάρ πού τι ἓν ἕκαστον εἰώϑαμεν τίϑεσϑαι περὶ ἕκαστα τὰ πολλά, οἷς ταὐτὸν ὄνομα ἐπιφέρομεν Rep. X, 576 a; Species, im Ggstz des γένος oft bet Plat.; αὐτὰ τὰ γένη τε καὶ εἴδη Parm. 129 c; ὅτι καὶ ἀνϑρώπων εἴδη τοσαῠτα ἀνάγκη τρόπων εἶναι ὅσαπερ καὶ πολιτειῶν Rep. VIII, 544 d; δύο τῆς κατηγορίας εἴδη λέλειπται Aesch. 1, 116.
-
6 μήτηρ
μήτηρ, ἡ, gen. μητρός, ep. auch μητέρος, auch in lyrischen Stellen der Tragg., wie Soph. O. C. 1478, im Dialog nur Eur. Rhes. 393, acc. μητέρα; die Mutter, Hom. u. Folgde überall; τὸν ἀϑανάτη τέκε μήτηρ, Il. 10, 404; sehr gew. πότνια μήτηρ; auch von Thieren, Mutterkuh, Mutterschaaf u. vgl., Od. 10, 414 Il. 17, 4; von einem Vogel, der Junge hat, 2, 313. 315, wie Soph. ψακαλοῦχοι μητέρες, frg. 962. Oft übertr. so von einem Lande gesagt, μήτηρ μήλων, ϑηρῶν, Mutter der Schaafheerden, des Wildes, das viele Schaafheerden ernährt, reich an Wild ist, Il. 2, 696. 8, 47 u. öfter. Vom Vaterlande, τέκνοις τε γῇ τε μητρί, Aesch. Sept. 16, vgl. 398. 566; ἡ Σκῠρος ἀνδρῶν ἀλκίμων μήτηρ ἔφυ, Soph. Phil. 326. Auch von anderen Verhältnissen, wie bei uns, für Urheberinn, Hervorbringerinn, πειϑαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, Aesch. Spt. 207, εὐάγγελος ἕως γένοιτο μητρὸς εὐφρόνης πάρα, Ag. 255, μητρὸς ἀγρίας ἄπο ποτὸν παλαιᾶς ἀμπέλου γάνος τόδε, Pers. 606; οἷς γὰρ ἡ γνώμη κακῶν μήτηρ γένηται, Soph. Phil. 1345; ὦ μεγάλα φάτις, ὦ μᾶτερ αἰσχύνας ἐμᾶς, Ai. 174; μυρίων μῆτερ τροπαίων, Eur. Troad. 1222; auch in Prosa, εἰσὶ πολιτειῶν οἷον μητέρες δύο τινός, Plat. Legg. III, 693 d; τὴν γεωργίαν τῶν ἄλλων τεχνῶν μητέρα καὶ τροφὸν εἶναι, Xen. Oec. 5, 17; öfter bei Plut. u. a. Sp.
См. также в других словарях:
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Αυστραλία — Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό και τον Ειρηνικό ωκεανό, που περιλαμβάνει την ομώνυμη μεγάλη νήσο του νότιου Ειρηνικού (λόγω του μεγέθους θεωρείται ηπειρωτικό έδαφος), την Τασμανία και άλλα νησιά.Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό… … Dictionary of Greek
Βραζιλία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Βραζιλίας Έκταση: 8.547.404 τ.χλμ Πληθυσμός: 174.468.575 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Μπραζίλια (2.043.169 κάτ. το 2000)Κράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τη Γαλλική Γουιάνα (ΒΑ), το Σουρινάμ,… … Dictionary of Greek
Νιγηρία — Κράτος της δυτικής Αφρικής. Συνορεύει Β με τον Νίγηρα, ΒΑ με το Τσαντ, Α με το Καμερούν, Ν βρέχεται από τον κόλπο της Γουινέας και Δ συνορεύει με την Μπενίν.Tο έδαφος της Ν. αποτελείται από την ένωση, κατά την αποικιακή εποχή, των διαφόρων… … Dictionary of Greek
Βορείων και Νοτίων, πόλεμος ή Χωριστικός πόλεμος — (Secession War). Με την ονομασία αυτή είναι γνωστός ο πόλεμος μεταξύ των βόρειων και των νότιων πολιτειών των ΗΠΑ, που διήρκεσε από τον Απρίλιο του 1861 έως τον Απρίλιο του 1865. Το 1860 περίπου το μακρόχρονο και ακανθώδες πρόβλημα της… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Μεξικό — Κράτος του νότιου τμήματος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τις ΗΠΑ και στα Ν με την Μπελίζ και τη Γουατεμάλα. Βρέχεται στα Δ από τον Ειρηνικό ωκεανό και στα Α από τον κόλπο του Μεξικού.O ποταμός Pίο Γκράντε αντιπροσωπεύει ένα μεγάλο… … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
Ασία — I Mία από τις πέντε ηπείρους. Βρίσκεται ολόκληρη σχεδόν στο βόρειο ημισφαίριο, και από γεωμορφολογική άποψη αποτελεί με την Ευρώπη αδιαχώριστη ενότητα, στην οποία δίνεται η ονομασία Ευρασία. H Α. είναι η μεγαλύτερη από όλες τις ηπείρους. Καλύπτει … Dictionary of Greek
Μουσείο, Αρχαιολογικό Λευκωσίας (Κυπριακό) — Είναι το μεγαλύτερο και σπουδαιότερο αρχαιολογικό μουσείο της Κύπρου. Χτίστηκε μεταξύ των ετών 1908 και 1924, για να στεγάσει τα ευρήματα των επίσημων ανασκαφών, που είχαν αρχίσει μόλις λίγα χρόνια πριν και βρίσκεται στη διεύθυνση Μουσείου 1,… … Dictionary of Greek
Νέα Υόρκη — (New York). Πολιτεία (127.190 τ. χλμ., 19.011.378 κάτ. το 2001) των ΗΠΑ, στο διαμέρισμα του Μέσου Ατλαντικού. Είναι η πολυπληθέστερη αμερικανική μεγαλούπολη, καθώς επίσης και οικονομικό, ασφαλιστικό, βιομηχανικό, εμπορικό, τουριστικό, πολιτιστικό … Dictionary of Greek